- πεντασύλλαβος
- beş heceli, beş hecelik
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
πεντασύλλαβος — η, ο / πεντασύλλαβος, ον, ΝΑ (για λέξεις, στίχους ή μετρικούς πόδες) αυτός που σύγκειται από πέντε συλλαβές νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο πεντασύλλαβος (μετρ.) ο στίχος που αποτελείται από πέντε συλλαβές και που, στη μορφή τού δακτυλικού ή ιαμβικού,… … Dictionary of Greek
δόχμιος — δόχμιος, ία, ιον (Α) 1. πλάγιος, λοξός 2. φρ. «δόχμιος πούς» πεντασύλλαβος πους τής αρχαίας μετρικής με βασικό σχήμα υ υ , το οποίο επιδέχεται 30 παραλλαγές 3. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) δόχμια πλάγια … Dictionary of Greek
πεντα- — και πεντ και πενθ , ΝΜΑ, πεντο , Ν, πεντε , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο αριθμητικό πέντε και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται πέντε φορές (πρβλ. πεντά γωνος, πεντα… … Dictionary of Greek
πεντασυλλαβία — η, Α [πεντασύλλαβος] (για λέξη ή στίχο) η ιδιότητα τού πεντασυλλάβου … Dictionary of Greek
υποδόχμιος — ον, Α το αρσ. ως ουσ. ὁ ὑποδόχμιος μετρικός πους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + δόχμιος «πεντασύλλαβος μετρικός πους»] … Dictionary of Greek